αναψηλαφώ

αναψηλαφώ
(Μ ἀναψηλαφῶ, -έω)
1. ψάχνω ψηλαφώντας, εξετάζω
2. ψάχνω, γυρεύω, αναζητώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναψηλαφώ — αναψηλαφώ, αναψηλάφησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: αναψηλαφώ : έχει επικρατήσει η κλίση σε ώ, είς και δε χρησιμοποιείται ο τύπος σε ίζω (δες π.χ. ψηλαφίζω). Επομένως, εφόσον δεν υπάρχει ισοδύναμος τύπος σε ίζω, στο αοριστικό θέμα κρατάμε το η… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναψηλαφώ — ησα, ξαναεξετάζω: Ο εισαγγελέας δήλωσε ότι θα αναψηλαφήσει την υπόθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”